- καρδάμωμο
- το (AM καρδάμωμον)1. είδος φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στο γένος ελεττάρια2. ο καρπός τών φυτών αυτών, κν. κακουλέςνεοελλ.χημ. «έλαιο καρδαμώμου» — αιθέριο έλαιο που λαμβάνεται με απόσταξη από τα σπέρματα τού καρδάμωμουαρχ.είδος αρώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < *καρδαμάμωμον με συλλαβική ανομοίωση < κάρδαμον + ἄμωμον].
Dictionary of Greek. 2013.