καρδάμωμο

καρδάμωμο
το (AM καρδάμωμον)
1. είδος φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στο γένος ελεττάρια
2. ο καρπός τών φυτών αυτών, κν. κακουλές
νεοελλ.
χημ. «έλαιο καρδαμώμου» — αιθέριο έλαιο που λαμβάνεται με απόσταξη από τα σπέρματα τού καρδάμωμου
αρχ.
είδος αρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *καρδαμάμωμον με συλλαβική ανομοίωση < κάρδαμον + ἄμωμον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κραδάμωμον — κραδάμωμον, τὸ (Α) καρδάμωμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδάμωμον* με μετάθεση τού ρ ] …   Dictionary of Greek

  • Σικίμ — Ομόσπονδο κράτος της Ινδικής Ένωσης. Βρίσκεται στη νότια πλευρά των Ιμαλαΐων έχει έκταση 7299 τ. χλμ. και πληθυσμό 316385 κατ., συνοθιβετανικής φυλής και γλώσσας και βουδιστικής, κατά πλειονότητα, θρησκείας. Πρωτεύουσα είναι η Γκανγκτόκ (36 700… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”